Οι δύο αυτοί σταθμοί στην εκκλησιαστική ζωή σήμερα.
Ελευθέριος Ξαγοραράκης
Η ιερά αρχιεπισκοπή Κρήτης και ειδικότερα
το Ηράκλειο και τα Χανιά είχαν την ευλογία να φιλοξενήσουν την περίοδο μεταξύ
της Κυριακής της Πεντηκοστής και εκείνης των Αγίων Πάντων τις εργασίες της
Διορθοδόξου ή κατ’ άλλους όγδοης Οικουμενικής Συνόδου από τις 17-27 Ιουνίου. Πρόκειται για μία αξιομνημόνευτη
προσπάθεια που στόχο της είχε την ανάδειξη της ενότητας που θα έπρεπε να
επικρατεί στον χώρο της Ορθοδοξίας εν όψει των δυσχερειών που καλείται να
αντιμετωπίσει ο σύγχρονος κόσμος εξαιτίας της παγκόσμιας ανθρωπιστικής και
οικονομικής κρίσης. Παράλληλα όμως τονίζει τη σημασία και τον ρόλο που
διαδραματίζουν αυτές οι δύο Κυριακές μέσα στο εκκλησιαστικό έτος. Μια σύντομη
αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο που σχετίζεται με τις Οικουμενικές Συνόδους είναι
ικανή να αναδείξει την σημασία της εν λόγω δράσης τόσο για την ιστορία της
ίδιας της Ορθοδοξίας όσο και για την ιστορία του τόπου μας.
Η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος: Νίκαια της
Βιθυνίας. Συγκλήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν
μέρος 318 επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου
της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία
εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου
ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του
Αρείου και διακήρυξε την
ομοουσιότητα
του Υιού με τον Πατέρα. Τέλος αποκρούστηκε η αγαμία των κληρικών.
Η Β΄ Οικουμενική
Σύνοδος: Η Β΄
Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ τον Μέγα στην
Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36
Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν
τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος («πνευματομάχοι») και για ακόμη μια φορά, τον
Άρειο, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας –
Κωνσταντινουπόλεως).
Η Γ΄
Οικουμενική Σύνοδος: Συνήλθε στην
Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’.
Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας,
υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Παρόλο
αυτά η σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος,
με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο
«Θεοτόκος».
Η Δ΄
Οικουμενική Σύνοδος: Την
συγκαλεί ο αυτοκράτορας Μαρκιανός και η σύζυγός του, Αυγούστα Πουλχερία στις 8
Οκτωβρίου 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από
650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με
πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού
απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις
αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού.
Ένα άλλο μέρος πιστών, οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις
αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί ονομάστηκαν
Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι.
Η Ε΄
Οικουμενική Σύνοδος: Λαμβάνει
χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη
συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του,
Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας
και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και
ορισμένους συγγραφείς (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).
Η ΣΤ΄
Οικουμενική Σύνοδος:
Συγκαλείται στην Κωνσταντινούπολη από το 680 μέχρι το 681 από τον Αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε
την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας
των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη
θέληση. Υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές
θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν
«αδιαιρέτως, ατρέπτως, αχωρίστως, ασυγχύτως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα
μεταξύ τους.
Η Πενθέκτη
Οικουμενική Σύνοδος Η
Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το
691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Ἐν
Τρούλλῳ Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό
αυτού των Ε' και ΣΤ' Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο
προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «Πενθέκτη»,
ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.
Η Ζ΄
Οικουμενική Σύνοδος: Η
Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη
μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό
της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία
και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε
το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην
ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας και διευκρινίστηκε ότι η τιμή
προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό
από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη[1].
Χρειάστηκε όπως παρατηρούμε η
πάροδος 1229 χρόνων ώσπου να ωριμάσει η ιδέα μιας νέας Πανορθοδόξου Συνόδου η
οποία σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ανακοινώσεις θα αποτελέσει τον προάγγελο κι
άλλων συνάξεων αυτού του βεληνεκούς με στόχο την επίλυση καίριων ζητημάτων για
την πορεία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο αλλά και την γεφύρωση των
χασμάτων που έχουν δημιουργηθεί με το πέρασμα των αιώνων ανάμεσα στους
εκπροσώπους της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου